-
ἀφίημι (I let go, I set free)
-
ἀφήσω
-
ἀφίησω
-
ἀφίημισω
-
δίδως (You give)
-
δώσεις
-
δίδωσεις
-
δίδωεις
-
δώεις
-
ἵσταμεν (We put [something somewhere], or We stand)
-
στήσομεν
-
ἱστήσομεν
-
ἱστήομεν
-
στάσομεν
-
τίθετε (You put [something somewhere], or You lay [something] down)
-
θήετε
-
τιθήσετε
-
θήσετε
-
τιθήετε
-
δίδωσι(ν) (He gives, She gives)
-
δίδωσει
-
δώσει
-
δίδωει
-
δώει
-
ἱστάνομεν (We put [something somewhere], We stand {something up], We uphold [something])
-
ἔστασεν
-
στήσομεν
-
στήσει
-
ἐστήσαμεν